βιτουμένια

βιτουμένια
(bitumen).Όρος που χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοιγια διάφορους τύπους φυσικών υδρογονανθράκων. Σήμερα, εξαιτίας των πολυάριθμων βιομηχανικών εφαρμογών τους, υπάρχει συχνά η τάση να περιορίζεται η έννοιά τους σε εκείνα τα μείγματα των υδρογονανθράκων που βρίσκονται στη φύση σε στερεή ή ημιστερεή κατάσταση και τα οποία προέρχονται από την απόσταξη των ακατέργαστων ορυκτών ελαίων. Χαρακτηρίζονται από το ότι διαλύονται, κατά 99%, μέσα σε τετραχλωριούχο άνθρακα. Τα β. βρίσκονται είτε συμπυκνωμένα, σε κατάσταση σχεδόν καθαρή και σε ποσότητες λίγο έως πολύ μεγάλες, είτε ως ουσία που έχει διαποτίσει τα πορώδη πετρώματα και τις ρωγμές των ασβεστόλιθων. Έτσι γίνεται μια βαθμιαία μετάβαση από τα β. που περιέχουν ορυκτές ουσίες, σε πετρώματα διαποτισμένα περισσότερο ή λιγότερο από β., που λέγονται ασφαλτούχα. Στις διάφορες μορφές τους, τα β. είναι ουσίες πολύ διαδεδομένες. Βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα μέρη της Γης και σε όλη τη σειρά των γεωλογικών εποχών, από τον προπαλαιοζωικό έως τον τεταρτογενή αιώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυροβιτουμένια — τα, Ν (πετρογρ.) φυσικοί στερεοί υδρογονάνθρακες που διακρίνονται από τα βιτουμένια επειδή έχουν υψηλό σημείο τήξης και είναι αδιάλυτοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyrobitumen < pyro (< πυρ) + bitumen (πρβλ. βιτουμένια)] …   Dictionary of Greek

  • απολίθωση — Η διατήρηση ζωικών ή φυτικών οργανισμών του παρελθόντος σε απολιθωμένη (πετρωμένη) μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών, από τις πιο απλές μορφές όπως τα βακτηρίδια, έως τις πιο σύνθετες των ανώτερων οργανισμών, μπορεί να απολιθωθεί. Η α.… …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ρητένιο — το, Ν χημ. οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας, πολυκυκλικό παράγωγο τού φαινανθρενίου, που απαντά με τη μορφή λεπίων στα ρητινικά κοιτάσματα τής τύρφης, στην πίσσα τών πεύκων και σε ορισμένα βιτουμένια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”